χάμευνος

χάμευνος
χάμευν-ος, ον,
A sleeping on the ground, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χάμευνος — ον, Α [χαμεύνη] 1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που κοιμάται καταγής 2. μτφ. ποταπός, τιποτένιος …   Dictionary of Greek

  • ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ …   Dictionary of Greek

  • χάμευνα — pallet bed fem nom/voc sg χάμευνος sleeping on the ground neut nom/voc/acc pl χαμεύνη a bed on the ground fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”